- μειρακίων
- μειράκιονladneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отрочищь — ОТРОЧИЩ|Ь (13), А с. То же, что отрокъ в 1 знач.: еще же и Гисила ѹ [так! Γησίλαος] красна въсхотѣ ѡтрочища и хотѧщю ѥго възлюбити, възбрани ѥму бѣгати вреда. (παιδός) ГА XIV1, 150б; Въ д҃ни ц҃рѧ леона. и алексанъдра кнѧзь нѣкто в пелонисѣ. крени … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PUER — I. PUER aliquando idem, quod Servus. Cicero, l. 1. ad Attic. Ep. 12. Nam Puer festivus, Anagnostes noster Sositheus, decesserat, meque plus, quam servi mors debere videbatur, commoverat. Quo referenda Festi verba: Quintipor, servile nomen… … Hofmann J. Lexicon universale
μειρακίζω — (ΑM) [μείραξ] μσν. παριστάνω τον έφηβο αρχ. (το μέσ.) μειρακίζομαι (για νέο) μεταβαίνω από την παιδική ηλικία στην ηλικία τών μειρακίων, γίνομαι μειράκιο, γίνομαι έφηβος … Dictionary of Greek
παραγγέλλω — ΝΜΑ, παραγγέλνω Ν 1. δηλώνω σε κάποιον προφορικά, γραπτά ή μέσω τρίτου προσώπου την επιθυμία μου, διαβιβάζω παραγγελία («ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω τών καραβιώνε», δημοτ. τραγ. β. «μνήμην παραγγέλλοντες, ὧν ἐκύρσατε» Ευρ.) 2. (ιδίως για… … Dictionary of Greek
ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… … Dictionary of Greek